μελίγαρυς

μελίγαρυς
μελῐγᾱρυς
1 sweet voiced

μελιγάρυες ὕμνοι O. 11.4

, P. 3.64

μελιγαρύων τέκτονες κώμων νεανίαι N. 3.4

μελιγάρυας ὕμνους I. 2.3

κελαδεννᾷ σὺν μελιγάρυι παιᾶνος ἀγακλέος ὀμφᾷ Pae. 5.47


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μελίγηρυς — και δωρ. τ. μελίγαρυς, υος, ὁ και ἡ (Α) αυτός που έχει γλυκιά σαν μέλι φωνή, γλυκύφωνος, μελωδικός (α. «μελίγηρυν ὄπα», Ομ. Οδ. β. «μελιγάρυες ὕμνοι», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + γῆρυς «φωνή, λόγος» (πρβλ. μειλιχό γηρυς, ποικιλό γηρυς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”